- τρυπητό
- τοβλ. τρυπητός, -ή, -ό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
περαστός — ή, ό 1. (για κατασκευές ή αντικείμενα, ιδίως ξύλινα ή μεταλλικά) αυτός που προσαρμόζεται σε ένα εξάρτημα με απλό πέρασμα τού ενός μέσα στο άλλο και όχι με συγκόλληση («περαστά παραθυρόφυλλα») 2. (στη μαγειρική) αυτός τον οποίο έχουν περάσει από… … Dictionary of Greek
σουρωτήρι — το, Ν 1. τρυπητό, μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων 2. μτφ. (για πρόσ.) μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. τρυπη τήρι)] … Dictionary of Greek
τρυπητήρας — ο / τρυπητήρ, ῆρος, ΝΑ το τρυπητήρι αρχ. χάλκινο ή πήλινο αγγείο με πολλές οπές, τρυπητό, σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + κατάλ. τήρ* (πρβλ. κινη τήρ[ας])] … Dictionary of Greek
τρυπητός — ή, ό / τρυπητός, ή, όν, ΝΜΑ [τρυπῶ] αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή (ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων 2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό α) διάτρητο… … Dictionary of Greek
ηθμός — ο 1. σουρωτήρι, τρυπητό. 2. κάθε μέσο που χρησιμοποιείται στη διήθηση κάποιου υγρού: Το απορροφητικό χαρτί και το βαμβάκι χρησιμοποιούνται ως ηθμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουρωτήρι — σουρωτήρι, το και σειρωτήρι, το στραγγιστήρι, τρυπητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυπητός — ή, ό 1. τρυπημένος, τρύπιος. 2. το θηλ. ως ουσ., τρυπητή κουτάλα με τρύπες για το σερβίρισμα μακαρονιών κτλ. 3. το ουδ. ως ουσ., τρυπητό, το μαγειρικό σκεύος με τρύπες για το στράγγισμα φαγητών, το σουρωτήρι, το στραγγιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλτρο — I (λ. ιταλ.) 1. διυλιστήριο, διηθητήριο, σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό: Το φίλτρο λαδιού του αυτοκινήτου. 2. διάταξη ραδιοφωνικού δέκτη που απομακρύνει τα παράσιτα. 3. έγχρωμο διάφραγμα μπροστά στον αντικειμενικό φακό φωτογραφικής μηχανής ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)